μηνύτρια

μηνύτρια
η (ΑΜ μηνύτρια)
βλ. μηνυτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηνυτής — ο,θηλ. και μηνύτρια (ΑΜ μηνυτής και δωρ. τ. μανυτάς, θηλ. μηνύτρια) [μηνύω] αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη ή αυτός που υποβάλλει μήνυση νεοελλ. μσν. 1. αυτός που φέρνει μήνυμα, αγγελιαφόρος, απεσταλμένος 2. αυτός που δίνει πληροφορίες αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”